Ο παράξενος ντορός
Άλλοτε τον έβρισκε και άλλοτε τον έχανε τον ντορό ο Κώστας εκεί στο Παπαδοπούλι. Φρέσκος αλλά δεν μπορούσε να τον «ξεκόψει». Παράξενος ντορός ήταν, είχε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει τι, αλλά κάτι τον παραξένευε. Αυτό και αν δεν ήταν πρόκληση για τον εγωισμό του ως ιχνηλάτη. Βέβαια ιχνηλάτης είναι καλός, αλλά τώρα. Τότε όμως που εκτυλίσσεται η ιστορία πριν είκοσι τόσα χρόνια ο μόνος που τον αναγνώριζε για ιχνηλάτη άριστο ήταν, προφητικά, ο εαυτός του. Από εκεί και πέρα κανείς άλλος ούτε η ομάδα του δεν το ήξερε. Και πώς να το ξέρει αφού γουρούνι είχαν να ¨βαρέσουν¨ από συστάσεως ομάδας!
Αυτή την φορά όμως το γουρούνι ήταν κάπου εκεί κοντά. Και ο Νίκος ο «παππούς» που είχε και πείρα στα «εξωτερικά», χρόνια κυνηγούσε στο ΙΡΑΚ άγρια γουρούνια, σαν δούλευε εκεί για να χτίσουν οι Αμερικάνοι με τον Σαντάμ ότι αύριο θα κατέστρεφαν, έτσι το καταλάβαινε. Και ο Ανδρέας που ακάματα έβαζε χιλιόμετρα πέρα δώθε το έβλεπε καθαρά πλέον.
Αυτός ο κάπρος κάτι έκρυβε, μια ιστορία άγρια ίσως με κυνήγια και καταδιώξεις όπου πάντα ξέφυγε των διωκτών του, επιβιώνοντας πάντα από κάθε παγάνα και στην τελική η πατησιά του έφτανε να δείχνει ότι ήταν τεράστιος. Πάνω από 120 κιλά κρέας λέγαν ο ένας με τον άλλον και ο Παππούς έλεγε και παραπάνω ίσως. Στο μυαλό της παρέας έγινε εμμονή. Να ένα Καπρί άξιο να μας βάλει στην ιστορία του κυνηγιού της περιοχής για τους αιώνες όλους!
Αμετι μωχαμέτη το έβαλαν να τον βρουν. Ιχνηλασία άνευ σκύλου είναι ψύλλοι στα άχυρα και επειδή τα σκυλιά της ομάδας τότε περιορίζονταν στον άξιο ρόλο να τρώνε τα αποφάγια τους, σαν κολάτσιζαν στα βουνά και περισσότερο έκλιναν σε τουρίστες και οικολόγους παρά σε κυνηγόσκυλα, αφού πρώτα οι κυνηγοί έβρισκαν τα αγριογούρουνα και κατόπιν γάβγιζαν εκείνα, μπήκαν οι ίδιοι σε κάθε κλειστό και ξετίναξαν την κάθε πουρνάρα να το βρουν.
Τίποτα. Ο Κώστας έσκισε κάθε ανηλιακό απέραγο που Ήλιος δεν είχε δει ποτέ και ούτε κατσίκι τόλμησε να μπει να βοσκήσει, φωλιά λύκων και αγριόγατων και κάθε λογής αγριμικού, και αποτέλεσμα μηδέν. Τι μέσα στο «κουκούλι» μπήκε τι μέσα στο ρέμα στα ριζά ανάμεσα στα παλιούρια. Όλο και κάπου το έχανε.
Πέρασε ο μήνας και πάλι τίποτε. Πάει και ο άλλος και το μεγάλο καπρί στοίχειωνε σαν την Λευκή Φάλαινα σαν άλλος Μόμπυ Ντικ την ψυχή της παρέας. Και όλοι βάλθηκαν να το βρουν. Πλέον σήμερα έφτασε η μέρα του. Τα σκαψίματα είναι χωράφι οργωμένο και ο ντορός, βαρύς μέσα στο ψιλόβροχο που είχε την προηγούμενη, ξεκάθαρος. Ο Κώστας άναψε από χαρά αλλά κράτησε τον ενθουσιασμό του ήθελε να είναι χίλια τα εκατό σίγουρος. Ακλούθησε τον ντορό μέτρο μέτρο κατεβαίνοντας το βουνό αργά και σταθερά. «Ρε το άτιμο τι κόλπο σκέφτηκε πάλι;» άρχισε να αναρωτιέται καθώς τώρα πιο γρήγορα έτρωγε τα μέτρα και τα ίχνη όλο και πιο ξεκάθαρα, πιο φρέσκα.
Πέρασε ένα λιβάδι και ένα ρεματάκι αλλά πάλι το βρήκε απέναντι. «Α! εσύ θα το φας το κεφάλι σου σήμερα» σκέφτηκε όλος χαρά. Τότε ειδοποίησε τους άλλους «πρέπει να το έχω κοντά εδώ στα ριζά απέναντι προς τα μαντριά του Βλάχου», και ένας ενθουσιασμός άρχισε να ρέει στην παρέα οι ασύρματοι πήραν φωτιά. Μέχρι τότε όλοι έψαχναν και αποτέλεσμα μηδέν, τώρα η δόξα τους περίμενε και απείχε από αυτούς μια ντουφεκιά. Βέβαια μια ντουφεκιά σαν χρόνος είναι τίποτα σαν απόσταση πάρα πολλή μεγάλη...
«Το βλέπεις, το βρήκες, να έρθουμε και εμείς να το ζώσουμε καλά;» τον ρώτησε ο άλλος ο Κώστας;
«Περίμενε και έφτασα!» ακούστηκε ο Ανδρέας που και ψηλός και γρήγορος ήταν.
«Άστο εσύ, να πάω εγώ, να το βαρέσω στην στάμπα!» είπε ο Χρήστος, αυτοχρισμένος εκτελεστής χωρίς κανένα θύμα τον καιρό εκείνο.
Ακούστηκε τότε η φωνή του Κώστα ήρεμη και παράξενα είπε: «το βλέπω μην σκοτώνεστε και πολύ, δεν πάει πουθενά!»
«Πώς δεν πάει, γρήγορα όλοι εκεί παιδιά!» φώναξε ο Νίκος που ήταν και αψύς.
«Δεν πάει γιατί είναι με τρία πόδια και ¨ασπρούλης¨, πάμε να φύγουμε» απάντησε σκυθρωπά ο Κώστας.
Ήταν το γουρούνι του Βλάχου που το είχε για τα Χριστούγεννα. Κουτσό και ήταν αυτός ο λόγος που φαινόταν παράξενος ο ντορός. Ήμερο και γιαυτό δεν έμενε στα ανήλιαγα κλειστά, είχε καλύτερο γιατάκι, φαγητό και ασφάλεια στο κονάκι του Βλάχου.