Εκτύπωση

Επιστροφή στα παλιά...

Άρθρο της κατηγορίας: ΚΥΝΗΓΟΣ

Είναι ίσως η αποπνικτική ζέστη των πρώτων μερών του Σεπτέμβρη ή είναι ίσως η κούραση από το κυνήγι που μόλις τελείωσε; Η εκκωφαντική σιωπή, που σπάει από τους μακρινούς ήχους από τα κουδούνια των γελαδιών που βόσκουν στην πλαγιά, δεν είναι ικανή να σβήσει την απογοήτευση της απόλυτης σιωπής του καυτού μεσημεριού. Μια απελπισία, που με τα κύματα του θερμού αέρα σαν θολώνει το ξερό τοπίο, την βλέπεις να πλανάται τριγύρω σου. Η θερμοκρασία έφτασε τους τριάντα οκτώ βαθμούς. Ακόμη και τα έντομα ψάχνουν να κρυφτούν αφήνοντας τις αγελάδες για λίγο στην ησυχία τους.

Απόλυτη σιωπή η απόκριση στο κάλεσμα του σκύλου, που μυστηριωδώς δεν ακούστηκε πουθενά από την πρωινή στάμπα και μετά.

Τα χορτάρια γύρω κατάξερα από την τρίμηνη ανομβρία και οι καμένες γκορτσιές, που σαν πινελιές συμπληρώνουν το τοπίο μοιάζοντας σαν όαση μπρος στην κάψα του ήλιου του καταμεσήμερου, υψώνουν απελπισμένα σαν ικεσία τα κλαδιά τους στον ουρανό παρακαλώντας για βροχή. Το μόνο που κάνουν είναι να σου επιτείνουν την αγωνία και την μοναξιά…

Όλα ξεκινούν από μια λάθος ή από μια έξυπνη απόφαση. Εμείς στον Αζόρ δεν βάλαμε κολάρο εντοπισμού εκείνη την μέρα. Και λογικό ήταν μιας και ο σκύλος πάντα γυρίζει και όταν κυνηγά αν καταλάβει πως το θήραμα έφυγε μακριά το παρατά και πάει για άλλο! Μαζί με τα άλλα σκυλιά τον άφησαν και σαν κίνησαν τα άλλα αυτός έψαξε κάπου μόνος του και μετά σαν άκουσε την αγέλη που έπεσε πάνω στα γουρούνια έτρεξε και εκείνος για την στάμπα. Η γρήγορη φυγή τους και τα ντουφέκια στα καρτέρια, μαζί με όλη την εξέλιξη του κυνηγίου, έκανε τους παγανιέρηδες πιο πολύ να δίνουν σημασία σε όποιο σκυλί έπιαναν να το ξαναβάλουν στον ντορό, παρά να έχουν άποψη για του που είναι το καθένα. Τα καρτέρια δούλεψαν καλά και τα έξι θηράματα ήρθαν να συμπληρώσουν την χαρά μας, αλλά και την ταλαιπωρία να τα φέρουμε κοντά σε όχημα μέσα από δύσβατα μέρη.

«Τα πιάσαμε τα σκυλιά; Όλα;» είπε ό Αρχηγός και η απάντηση ήταν ναι. Κινήσαμε να φύγουμε όταν οι τελευταίοι πέρασαν από μπροστά μου από τον δρόμο, εκεί που άνοιγα να καθαρίσω την σκρόφα στο ρέμα με το λιγοστό νερό και μου είπαν πως ο Αζορ μάλλον είναι εκεί που τον άφησαν και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν από το πρωί που είναι. Εκεί βρίσκομαι στην κατάσταση που περιγράφω στην αρχή. Πήγα φώναξα, τουφέκισα στον αέρα, τίποτα, σιωπή…

Γύρισα στον καταυλισμό μας στο εκκλησάκι και βρήκα την παρέα να τρώει πρόχειρα και να ετοιμάζονται για την αναχώρηση. «Ο Αζόρ λείπει είπα». Σαν βιτσιά στο πρόσωπο όλων ακούστηκε, για το προηγούμενο «Ναι όλα» που είχαν πει. Ο Δήμος ο Αρχηγός και ο Σάκης μου είπαν πως θα μείνουν μαζί μου να ψάξουμε το απόγευμα. Χαριτολογώντας είπε ο Δήμος: «Έχω καιρό να νιώσω τα παλιά, όταν ψάχναμε για τα χαμένα μας σκυλιά χωρίς τεχνολογίες». Μιλούσε για τότε που το κυνήγι ήταν μια διαδικασία που εν πολλοίς περιστρεφόταν στην ανεύρεση των χαμένων σκυλιών μας. Διαδικασία που μπορούσε να πάρει και μέρες!

Οι υπόλοιποι έφυγαν σιγά σιγά και λίγο ντροπιασμένοι όπως έδειχναν αλλά υπάρχουν και υποχρεώσεις. Πάντα σε τέτοιες ώρες υπάρχουν και εμφανίζονται…

Ξαπλώσαμε μέσα στο παλιό εκκλησάκι και οι εκατοντάχρονοι πέτρινοι τοίχοι κρατούσαν την κάψα του μεσημεριού έξω προσφέροντας μας δροσιά. Ο ύπνος μας πηρέ από την κούραση του κυνηγιού, μα οι σκέψεις μου με ξύπνησαν σε λίγο. Βγήκα έξω να κάνω ένα τσιγάρο. Αμηχανία και απόγνωση μαζί. Ο Σάκης κτηνοτρόφος γαρ, ένιωσε πως σηκώθηκα και ως φίλος καλός βγήκε έξω και μου λέει, «έλα πάμε και μαζί μια βόλτα να χωρίσουμε παραπάνω παρακάτω θα έρθει σε εμάς». Βλέπετε το Μαντρί του Σάκη είναι το μέρος που πολλές φορές μένει ο Αζορ και τον ακολουθεί με τα ζώα στην βοσκή.

Ο καύσωνας στο φόρτε του και εμείς στο τζιπάκι με ανοιχτά παράθυρα να προσπαθούμε σταματώντας λίγο εδώ, λίγο εκεί να ακούσουμε κάτι. Είναι κάτι ώρες που διαλέγουν τα σκυλιά να χαθούν, όταν ακριβώς δεν πρέπει, όταν έχεις χάσει κάθε όρεξη για περπάτημα από την κούραση ή από κάποιο συμβάν…

Φυσικά και δεν βρήκαμε κάτι, δεν ακούσαμε τίποτα παρά τον ήχο από τα κουδούνια των αγελάδων και τα κυπριά ενός κοπαδιού Γιδιών που μέσα στο ρέμα αναζητούσε και εκείνο λίγη δροσιά μέσα στο καμίνι της ξέρας και του Ήλιου. Η απογοήτευση μου μαζί με την μακροχρόνια συνήθεια του σκύλου να επιστρέφει με οδηγούσαν σε άλλες σκέψεις. Μήπως άραγε ο μικρός μου φίλος έπεσε θύμα κανενός Λύκου; Από την άλλη πολλές φόρες τον είδα να τους κυνηγάει και όχι να τον κυνηγούν. Μεγάλωσε χωρίς τον φόβο τους και αυτό γιατί από κουτάβι τον είχα με ένα Λυκόσκυλο πολύ μεγαλόσωμο με το οποίο και πάλευε πολλές φορές για πλάκα στην αρχή και για τα μάτια μιας σκυλίτσας μετά. Εκεί είδα ότι υπήρχαν φορές που έβγαλα από το στόμα του μικρού τον Λυκόσκυλο γιατί είχε τρόπο και τον άρπαζε από τον λαιμό. Αλλά εδώ έχουμε δει λύκους σαν μικρά γαϊδούρια…

Γυρίσαμε πίσω. Βρήκαμε τον Αρχηγό και φτιάξαμε ένα καφέ για να ξυπνήσουμε. Ποιος είχε όρεξη για ύπνο. Το δρομολόγιο χαράχτηκε για την άλλη πλευρά της πλαγιάς από απέναντι θα βλέπαμε όλα τα ρέματα. Ανεβήκαμε ψηλά μέσα από ένα κακοτράχαλο δρόμο που κάθε χρόνο που παίρνει γίνεται διαφορετικός με ένα κοινό παρονομαστή την μπόλικη σκόνη και τα κοφτερά στουρνάρια που αν δεν προσέξεις σε αναγκάζουν να γυμναστείς στο περπάτημα καλά. Βγήκαμε φωνάξαμε, άντε παραπάνω και στον δρόμο λέγαμε για τα καλά των κολάρων εντοπισμού των κυνηγόσκυλων. Τελικά η τεχνολογία έχει σώσει σκυλιά όχι μόνο τους κυνηγούς από τον κόπο αλλά και την ζωή πολλών σκύλων. Αν για παράδειγμα έχει χτυπηθεί ένα σκυλί σε μια απόμερη χαράδρα μόνο τυχαία μετά από χρόνια, ένας τσομπάνης ίσως πέσει στα ξασπρισμένα από τον καιρό κόκκαλα ενός κυνηγόσκυλου. Που στις περισσότερες περιπτώσεις θα έχουν σκορπιστεί από τις αλεπούδες και τους Λύκους που θα του κάνουν το ξόδι…

Η νύχτα άρχισε να απλώνει το πέπλο της καθώς ο Ήλιος, κουρασμένος και κείνος από την ταλαιπωρία να στέκει καίγοντας μας όλη μέρα, αποσύρθηκε αργά αργά προς την δύση του. Μαζί με το σκοτάδι που πύκνωνε αραίωναν και οι ελπίδες μας να τον βρούμε. Πήρα την απόφαση να πάω τα παιδία στο χωριό. Κάπου τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Στον δρόμο ο Αρχηγός ήδη κανόνιζε για το κλιμάκιο διάσωσης την επόμενη μέρα. Ο Δήμος είπε κάποια στιγμή πως «το σκυλί είναι έξυπνο αρκετά και το πρωί το πήγαν με το αγροτικό στην καρότσα του πάνω άρα μπόρες να θυμηθεί που να γυρίσει». Ναι αλλά η απόσταση είναι πάνω από έξι εφτά χιλιόμετρα στο ίσιο, είπα αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Φτάσαμε και είμαστε όλοι απογοητευμένοι από την αποτυχία μας. Έξι γουρούνια στην καρότσα δεν μπορούν να σε κάνουν να χαρείς όταν άφησες σκύλο στο βουνό. Αφήσαμε τον Αρχηγό στο Βλαχογιάννη και πήγα τον Σάκη στον Στάβλο όπου τον περίμεναν να τον πάρουν για το σπίτι σου στα Αμπέλια. Βγαίνοντας μου είπε σαν να διάβαζε τον νου μου. «Δες φιλαράκο, άμα τον βρεις πάρε τηλέφωνο…». Γέλασα πικρά. Ήξερε…

Πήρα τον γυρισμό για το βουνό και πλέον η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Ακολούθησα τον δρόμο στα ριζά της πλαγιάς που τον είδαμε τελευταία φορά και σταματώντας, φωνάζοντας και αφουγκραζόμουν μήπως ακούσω τίποτα. Ήξερα φυσικά πως ήταν αδύνατο να κουνηθεί το βράδυ κυνηγόσκυλο στο βουνό. Συνήθως πλακώνουν και περιμένουν την πρώτη αχτίδα του Ήλιου να κουνηθούν. Μέσα στη απελπισία μου έπαιξα το στερνό μου χαρτί. Θα πάω στο Εκκλησάκι όπου είχαμε κατασκηνώσει. Μέσα στο σκοτάδι και περιτριγυρισμένος από καμιά δεκαριά σκυλιά ο Βασίλης ο γιδάρης, που το μαντρί του είναι εκεί δίπλα μου έκανε νόημα να σταματήσω. Παρέα μας όλες αυτές τις μέρες των πρώτων κυνηγιών και κάθε βράδυ στο τραπέζι φέρνοντας μας και κατσικίσιο πεντανόστιμο τυρί.

«Το σκυλί που χάσατε γύρισε από την μεριά του καταφυγίου από την «Γκόλφω» και το έβαλα στον περίβολο στην εκκλησία μην το φάνε τα σκυλιά μου». Η χαρά μου μάλλον δεν περιγράφεται. Έδωσα ένα πακέτο τσιγάρα στον Βασίλη. Είδος πολύτιμο για τους ξωμάχους και δη τους γιδάρηδες που τους μαστίζει μόνιμη ατσιγαρία, και πήγα να πάρω τον σκύλο. Η χαρά του ίσως να ήταν ακόμη μεγαλύτερη!

Ο σκύλος κυνηγούσε ολημερίς και πέρασε από τα καρτέρια διπλά με άλλα γουρούνια χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς μέσα στην μάχη. Άλλου ψάχναμε και αλλού ήταν. Εκεί που δεν ήταν δυνατό να πάει το μυαλό μας. Σκύλος που μετά από ένα χιλιόμετρο άντε ενάμισι γύριζε πίσω, έκανε καμιά δεκαριά τουλάχιστον κυνηγώντας.

Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά. Πρώτα τον Σάκη. Μετά τον αρχηγό που δεν πίστευε πως πήγα πάλι πίσω. Νόμιζε στην αρχή πως απλά με πηρέ τηλέφωνο ο γιδάρης. «Θα πάμε αύριο να τον πάρουμε λέει». Και του απαντώ:

«Ο Αζόρ είναι στο τζιπ... Πότε άφησα σύντροφο στο βουνό να τον αφήσω και τώρα;»

(Τώρα που γράφω την ιστορία έμαθα από τον Κτηνίατρο πως ο Αζορ πάσχει από Λεισμάνια. Ας είχε κάνει το εμβόλιο κανονικά, δυστυχώς η κάλυψη δεν είναι 100%. Δυστυχώς οι μέρες που κυνηγούσαμε σαν αδέρφια μάλλον έχουν πάρει τέλος…)