Εκτύπωση

Πρώτο κυνήγι

Πρώτο κυνήγι...
Πέρασαν μέρες από το πρώτο κυνήγι φέτος για να μπορέσω να γράψω στο χαρτί ψύχραιμα αυτό που ένιωσα στο βουνό γυρίζοντας στα παλιά αγαπημένα λημέρια . Εκεί που κάθε πέτρα έχει την ιστορία της ομάδας μας γραμμένη και κάθε δέντρο μου έχει χαρίσει την σκιά του στα πάντα ζεστά και δύσκολα πρώτα κυνήγια...
Από την Πέμπτη βγήκε το πρώτο κλιμάκιο της Παρέας στο μικρό πέτρινο Εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για να καθαρίσει από χόρτα και να κόψει τον τόπο για θηράματα. Οι πληροφορίες επιβεβαιώθηκαν και η διαφαινόμενη ένδεια θηραμάτων, δεν άλλαξε σε τίποτα τον ενθουσιασμό με τον οποίο μαζευόμασταν όλοι από την Παρασκευή το μεσημέρι.
Ένα κεράκι στην Χάρη της πρώτα και γρήγορα να στρώσουμε τα γιατάκια στις θέσεις που από χρόνια κοιμάται ο καθένας, μια ιεροτελεστία ιερή, απαραβίαστη, που κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται η ίδια όπως πάντα.
Σαν όλα ετοιμαστήκαν, όσοι ήμασταν από νωρίς αναλάβαμε το άναμμα της φωτιάς για το βραδινό φαγητό.
Το πρόβειο κεμπάπ και μια γουρουνοπούλα στις σούβλες να γυρίζουν, με την ανάλογη τεχνολογία να παίρνει ζωή από την μπαταρία ενός αυτοκινήτου, η διάθεση στα ουράνια και το κέφι να ανεβαίνει καθώς ο Ήλιος έπεφτε αργά και βασανιστικά στον Ορίζοντα!
Μια παρέα αδερφωμένη από χρόνια, δεν χαμπαριάζει την πρόγνωση για το πιθανό «τίποτα» στο κυνήγι! Ποτό με μέτρο, φαί με το παραπάνω. Όλα καλά και όμορφα, μέχρι που πήγαμε για ύπνο. Οι πιο ψύχραιμοι και παλιοί στο κουρμπέτι, να θέλουν να κλείσουν μάτι και να μην μπορούν, από την μουρμούρα, τα γέλια και τα πειράγματα των συντρόφων που δεν του κολλούσε ύπνος από την προσμονή! Με τις ανάλογες συστάσεις, σε τόνο που μόνο ο ύπνος μας μέσα στο Εκκλησάκι μπορούσε και έκοβε τα γαλλικά που σου ερχόταν να ξεστομίσεις, προκαλώντας πιο πολύ γέλιο στις «νυχτερίδες» απέξω, έφεραν το πρωί που μας βρήκε πουρνό-πουρνό στο πόδι στον δρόμο για την Μητέρα των Μαχών!
Παγανιέρης με τον Στέλιο παρέα και τον Γιάννη να κουβαλούν δεμένα τα σκυλιά στο πυκνό, και τι σκυλιά, όλο κουτάβια, νέα, με μανία και προσμονή να κάνουν ότι και στα εκπαιδευτικά! Εγώ πιο τυχερός , με τον Αζοράκο αμολημένο να ψάχνει για μια μυρουδιά, περπατούσα άνετα μέσα στο κλειστό, πήραμε την ανηφόρα για να ανακαλύψουμε αργότερα πως δεν υπήρχε τίποτα παρά ένας ντορός από μέρες, που μόνο ο Τσακίρ έπιασε με την ευαίσθητη μύτη του και βγήκε στα καρτέρια πάνω ψηλά όπου τον έπιασαν.
«Τίποτα! Πάμε να αλλάξουμε τόπο». Έβγαλε διαταγή ο Αρχηγός και από στόμα σε στόμα έφτασε στον τελευταίο...
Νέα παγάνα. Οι Σύντροφοι από πάνω, τέσσερα άτομα πήραν τον δρόμο που ακολουθούσε την κορυφογραμμή, με ιχνηλασία και εμείς από κάτω γρήγορα τον δρόμο για τα αυτοκίνητα. Άντε κατέβα πάλι στα ριζά και άντε ξανανέβα πάνω μερικές χιλιάδες μέτρα πιο μακριά σε άλλη ρεματιά. Φθάνοντας στο νέο κυνηγοτόπι είδαμε κάτι σκαψίματα που ήταν ΦΡΕΣΚΑ! Σίγουρα. Τα παιδιά με τα σκυλιά προηγήθηκαν και έμεινα πιο πίσω σαν καρτέρι ευκαιριακό, μην τυχόν και έχει κανένα «επιστρόφιο» πριν τα καρτέρια μας ζώσουν τον τόπο καλά... Αγκομαχώντας όλοι τραβούσαν τον ανήφορο ακόμα, σαν ακούστηκε από πάνω η φωνή του Τσακίρ να αλυχτά σταθερά, σε μια συστάδα πουρναριών λίγο πιο πάνω από το σημείο που είχαν κατέβει από βιασύνη οι σύντροφοι που από το πρωί όργωναν το βουνό στην κορυφή του. «Τα πιάσαμε τα λεφτά μας!» σκέφτηκα, γιατί τα σκυλιά μας από κάτω ελεύθερα από ώρα πια, άκουσαν τα αλυχτίσματα του φιλαράκου τους και «αναδρομόθηκαν» να φτάσουν στην Στάμπα. Ο αρχηγός που ήταν από πάνω με την ανάσα κομμένη από την δύσκολη ανηφόρα, μιλάμε για κλίση πάνω από 60% έτρεχε μήπως και προλάβει. Μάταια...
Τα σκυλιά έφτασαν σε χρόνο ασύλληπτα μικρό για τα ανθρώπινα δεδομένα και το Καπρί σηκώθηκε με μια μικρή μάχη υποκύπτοντας στην αριθμητική υπεροχή των διωκτών του.
Το δρομολόγιο γνωστό! Ανήφορος να κουράσει τα σκυλιά με την ατελείωτη αντοχή του. Το λάθος μας μεγάλο. Ούτε ένας δεν είχε μείνει πάνω. Νιώθοντας τον σκύλο να έχει ντορό προς τα κάτω όλοι με την προσμονή της θήρευσης χυθήκαν να φτάσουν κοντά του. Η διαδρομή όμως του κάπρου στην βοσκή, έφερε τον σκύλο στον ντορό του ξανά ψηλά. Ένας να έμενε εκεί στον πάνω δρόμο, η επιτυχία θα ήταν σίγουρη. Το θα όμως δεν γράφει ιστορία...
Και ενώ όλοι είχαμε απογοητευτεί και οι από πάνω έψαχναν τον σκύλο στο ανήλιαγο από την πίσω μεριά του βουνού, αποφάσισα να πάω στο απέναντι σύρραχο, σε ένα σημείο που έχει κουμάσια όλα τα χρόνια και πάντα κάτι βρίσκαμε. Φτάνω εκεί και πάνω που πάω να μπω με τα δυο σκυλιά που είχα μαζί μου, ακούω από την πέρα πλευρά τον Γιάννη να φωνάζει πως βλέπει μια ντουζίνα Αγριογούρουνα να ροβολάνε τον κατήφορο, ανάμεσα στο πρωινό ζώμα και στο δεύτερο, σηκωμένα από ένα κοπάδι γίδια που έπεσε στο γιατάκι τους. Περιμέναμε να έρθουν προς τα ριζά όπως θα θέλαμε, όλοι έτρεξαν να ζώσουν ξανά τον τόπο με τρόπο που ταίριαζε στα νέα δεδομένα. Μηδέν! Αυτά ακολουθώντας μια παράξενη διαδρομή και περνώντας πάνω από ένα καρτέρι δικό μας και κυνηγημένα από ένα κουτάβι που έπεσε πάνω τους έφυγαν χωρίς άλλος να τα δει ξανά.
Μπήκα στο κλειστό, μάχη με την ζέστη και η σκιά του θα ήταν γιατρικό αν δεν είχα να σκίζω διαρκώς πουρνάρια και κουμαριές. Περπάτησα κατεβαίνοντας για το εκκλησάκι μέσα από τα κουμάσια. Ξάφνου ακούστηκε η ξεκάθαρη φωνή του Αζόρ να σταμπάρει. Κινήθηκα γρήγορα, μα πριν φτάσω εκεί και ενώ όλοι έτρεχαν πάλι στα ριζά στον κάτω δρόμο μέσα στο λιοπύρι τα σκυλιά σήκωσαν το θήραμα και άρχισε το κυνήγι. Ξάφνου την πανδαισία των γαβγισμάτων την ακολούθησε μια σιωπή και παραξενεμένος ανέβηκα στο διάσελο από όπου κινήθηκαν τα σκυλιά κατά την δίωξη για να δω τι έγινε. Ο ντορός φρέσκος στον δρόμο μου, μα τα σκυλιά κάτω από τα τελευταία δέντρα του κλειστού! Απλά να στέκουν λαχανιασμένα στην σκιά των δέντρων, ενώ το αγριογούρουνο ροβόλησε την προσήλια καθαρή πλευρά του βουνού και από ένα ρέμα πέρασε αθέατο από τα καρτέρια για το καταφύγιο στο απέναντι βουνό.
Αφού φάγαμε και μιλήσαμε για τα λάθη μας με τρόπο έντονο, γιατί η φτώχεια φέρνει γκρίνια, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε και το απόγευμα να πάμε σε ένα άλλο σημείο.
Εκεί που όλα «πήγαιναν καλά, (τίποτα!)» και έλεγα «άντε ακόμη λίγο να σουρουπώσει να πάμε για ξεκούραση», ακούω τον Αζόρ στάμπα! Αποφάσισα να κάνω παγάνα να το γυρίσω μέσα προς τα καρτέρια. Μάταια μετά από μια σύντομη μάχη το Καπρι σηκώθηκε. Το κυνήγησε για λίγο ο σκύλος μου και αφού τον πήρε λίγο σβάρνα ο κάπρος ήρθε να με βρει να πάω κοντά του. Εκεί ξύπνησε ο Τσακίρ. Ακολούθησε το Καπρί. Έμπειρο το καπρι, τα έπαιζε μπάλα και η αφεντιά μου από κοντά να πιάσω έστω τον σκύλο. Νύχτωνε. Ένα παιχνίδι που τα καπριά το ξέρουν πολύ καλά. Το σκοτάδι είναι η ζωή τους. Στάμπα. Μερικά μέτρα κίνηση, στάμπα ξανά. Να καλώ τον σκύλο, να έρθει να τον πιάσω και εκείνος τίποτα. Η αποτυχία η πρωινή τον είχε πεισμώσει άγρια. Στο τέλος, μέσα στο πυκνό σκοτάδι κατέβηκα με χίλια ζόρια μέσα από το πυκνό, απογοητευμένος στον δρόμο. Ευτυχώς σε λίγο ήρθαν δυο παιδιά από την παρέα και με ένα αυτοσχέδιο φακό που είχαν για τα ζώα μπήκαν στο κλειστό και τον βρήκαν. Έφτασε δέκα και μισή το βράδυ...
Επιστροφή στο εκκλησάκι μας και το κέφι αμείωτο! Ρε, όταν η παρέα είναι δεμένη όλα φαίνονται καλά! Κρασί, φαγητό, πειράγματα και αγάπη! Φυσικά με το που κλείσαμε την Γεννήτρια δεν άκουγες κιχ! Όλοι ήταν πτώματα από τον κάματο και κοιμόταν γεμάτοι όνειρα από κάπρια και κοπάδια να ροβολάνε τις πλαγίες βγαίνοντας στα καρτέρια!
Αυτό ήταν το πρώτο κυνήγι το Σάββατο.
Την Κυριακή η Αγία Παρασκευή στην οποία είναι αφιερωμένο το εκκλησάκι μας πρωί-πρωί μας χάρισε ένα καπρι που το είδαν τα καρτέρια να πηγαίνει πάνω τους και επτα και μίση είχαμε το θήραμα μας. Όλη την άλλη μέρα αναλωθήκαμε να κυνηγάμε τον ντορό από ένα κοπάδι Αγριογούρουνα που δεν το βρήκαμε, διότι ήταν σε ένα βοσκοτόπι τελικά, μέσα σε ένα κοπάδι από καμιά πεντακοσαριά γίδια και αφού το καπρι χτύπησε δύο σκύλες του κοπαδιού, έδωσε χρόνο στις σκρόφες με τα μικρά του να μας στείλουν χαιρετίσματα από το απέναντι βουνό.
Δύο συμπεράσματα έβγαλα και εσείς μαζί μου ίσως.
Πρώτον: «Πάντα κράτα εφεδρεία δεν ξέρεις πού, αλλά πάντα θα σου χρειαστεί». Δεύτερον: «Δεν χρειάζεται κάρπωση για να περάσεις καλά, αλλά με την κάρπωση περνάς καλύτερα»!!!